μυρσίνη

μυρσίνη
Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξωμβούργου του νομού Κυκλάδων. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 124 κάτ.), του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Ζαλόγγου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου. 4. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.196 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται νοτιοδυτικά των Λεχαινών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεχαινών. 5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 173 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται δυτικά του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου.
* * *
η (ΑΜ μυρσίνη και αττ. τ. μυρρίνη Μ και μυρσίνα και μερσίνη και μερσίνα και σμυρσίνη)
βοτ. κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού, τού Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) κατά τη σύγχρονη ταξινόμηση, τού γένους μύρτος, αλλ. μυρτιά και σμυρτιά («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», Αριστοτ.)
μσν.
ο καρπός τής μυρτιάς
(μσν. -αρχ.) κλάδος μυρτιάς
αρχ.
1. στεφάνι φτειαγμένο από μυρσίνη
2. κοίλη σμίλη
3. μυγιαστήρι φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης
4. στον πληθ. α) αἱ μυρσίναι
αγορά στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης
5. φρ. «μυρσίνη ἀγρία» — το φυτό οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. μύρσινος*. Ο τ. μερσίνη με ανομοιωτική τροπή τού -υ- σε -ε-. Για τον αττ. τ. μυρρίνη βλ. λ. μύρσινος / μύρρινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυρσίνη — myrtle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρσίνῃ — μυρσίνη myrtle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυρσίνη — Sp Mirsinė Ap Μυρσίνη/Myrsini L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • μυρσίνη — η η μυρτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζορμπά, Μυρσίνη — (Αθήνα 1949 –). Εκδότρια, ευρωβουλευτής και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, ενώ το 1992 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σταδιοδρόμησε ως εκδότρια βιβλίων (1973 93) …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Μυρσίνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 126 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΒΔ της πόλης της Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου …   Dictionary of Greek

  • μυρρίναι — μυρσίνη myrtle fem nom/voc pl (attic) μυρρίνᾱͅ , μυρσίνη myrtle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρσίναι — μυρσίνη myrtle fem nom/voc pl μυρσίνᾱͅ , μυρσίνη myrtle fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρρίναις — μυρσίνη myrtle fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρρίναισι — μυρσίνη myrtle fem dat pl (attic epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”